κάρπασον

κάρπασον
κάρπασον, τὸ (Α)
1. το φυτό λευκός ελλέβορος
2. ο δηλητηριώδης χυμός τού ελλέβορου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, λέξη όπως επιβεβαιώνεται από την εναλλαγή s και th οδοντικού: Καρπασία / Κάρπαθος (πρβλ. λατ. carpasum / carpathum). Η αναγωγή τής λ. σε καρπός και επίθημα -άσον είναι προφανώς εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα kapasija και kapatija].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάρπασον — flax neut nom/voc/acc sg κάρπασος flax fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπάσοις — κάρπασον flax neut dat pl κάρπασος flax fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπάσου — κάρπασον flax neut gen sg κάρπασος flax fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπάσων — κάρπασον flax neut gen pl κάρπασος flax fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρπασα — κάρπασον flax neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκάρπασον — ξυλοκάρπασον, τὸ (Α) το ξύλο τού φυτού λίνον, τού λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρπασον «είδος φυτού»] …   Dictionary of Greek

  • οποκάρπασον — ὀποκάρπασον, τὸ (Α) ο οπός τής καρπάσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάρπασον «είδος φυτού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”